ὑπερεῖδον
English (LSJ)
inf. ὑπερῐδεῖν, aor. without pres. in use;
A v. ὑπεροράω.
German (Pape)
[Seite 1194] aor. zu ὑπεροράω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεῖδον: ἀπαρ. ὑπερῐδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· ἴδε ὑπεροράω.
inf. ὑπερῐδεῖν, aor. without pres. in use;
A v. ὑπεροράω.
[Seite 1194] aor. zu ὑπεροράω, w. m. s.
ὑπερεῖδον: ἀπαρ. ὑπερῐδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· ἴδε ὑπεροράω.