μάλκη

Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A numbness from cold, esp. in hands and feet, Nic.Al.540, Th.724,382 (pl.), prob. in Plu.2.914a.    2 chilblain, Sch.Nic.Th. 382(pl.).    II μάλκην· τὸ ἐπικόπανον (Parian), Hsch.

German (Pape)

[Seite 90] ἡ (μαλακός), das Erfrieren, Verklamen, bes. an den weicheren, empfindlicheren Theilen, ὅτ' ἐν παλάμῃσιν ἀεργοὶ μάλκαι ἐπιπροθέωσιν ὑπὸ κρυμοῖο δαμέντων, Nic. Ther. 382, Frostbeulen, vgl. 724 Al. 353; sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μάλκη: ἡ, νάρκη ἕνεκα ψύχους, κυρίως τὰ χίμετλα τὰ γινόμενα εἰς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδους ἕνεκα πολλοῦ ψύχους, κοινῶς «ξεπαγιάσματα», Νικ. Ἀλ. 553, Θ. 724· ἐν τῷ πληθ. ὁ αὐτ. ἐν Θ. 583 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλλην· τὸ ἐπικόπανον. Πάριοι».