ἐπικόπανον

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόπᾰνον Medium diacritics: ἐπικόπανον Low diacritics: επικόπανον Capitals: ΕΠΙΚΟΠΑΝΟΝ
Transliteration A: epikópanon Transliteration B: epikopanon Transliteration C: epikopanon Beta Code: e)piko/panon

English (LSJ)

τό, chopping block, billet, Men.33, IG11 (2).199B89 (Delos, iii B.C.), Poll.10.101.

German (Pape)

[Seite 951] τό, der Hackeblock zum Zerlegen des Fleisches, Menand. Poll. 10, 101.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόπᾰνον: τό, ξύλον ἐφ᾿ οὗ οἱ μάγειροι κόπτουσι τὸ κρέας, κρεατοσάνιδον, «ἐπίξηνον, τράπεζα μαγειρική, ἣν οἱ νεώτεροι ἐπικόπανον· ἔστι δὲ τοὔνομα παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μεσσηνίᾳ, ῾ἡγεῖταί μ᾿ ὅλως ἐπικόπανόν τι᾿» Πολυδ. Ιʹ, 101.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικόπᾰνον: τό поварская доска (для рубки мяса) Men.