τυρόω

Revision as of 09:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A make into cheese, curdle, in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.    2 make a mess of (cf. τυρεύω 11), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.    II make or season with cheese, πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.

German (Pape)

[Seite 1165] 1) Käse machen, zu Käse machen, γάλα, pass. sich käsen, gerinnen. – 2) durch einander rühren, mengen, listig anstiften, wie τυρέω.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόω: μεταβάλλω εἰς τυρόν, «πήζω», τὸ γάλα Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 86· πρβλ. Ἑβδ. Ἰὼβ Ι΄, 10). ― Παθητ., συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι, τυροῦται δέμας Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 101Α· μεταφορ., ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 70). 2) = τυρεύω ΙΙ. 2, τυροῦντες ἅπαντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β· «τυρωθέντα, ταραχθέντα» Ἡσύχ. ΙΙ. παρασκευάζω διὰ τυροῦ, πλακοῦντες τετυρωμένοι Ἀρτεμίδ. 1. 72.