κόμβος

Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A roll, band, girth, Anon. ap. Suid.; cf. κομποθηλαία.    II pl., = γομφίοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, Band od. Schleife, Etwas damit zu gürten, zu befestigen, erst Sp., die auch das Verbum κομβόω haben, = einen Knoten od. eine Schleife machen. – Vgl. ἐγκομβόομαι. – Davon auch

Greek (Liddell-Scott)

κόμβος: ὁ, «κόμπος», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ κόμβος τῶν δύο χειριδίων ὅταν τις δήσῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.