θεμόω

Revision as of 09:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

only in phrase [νῆα] θέμωσε . . χέρσον ἱκέσθαι

   A drove the ship ashore, stranded her, Od.9.486; but in ib.542, drove her landwards, i.e. towards her destination: cf. θεμούς· διαθέσεις, παραινέσεις, Hsch., who also has θεμῶν· θελήμων.

German (Pape)

[Seite 1195] zum Gesetz (θέμις) machen u. dadurch nöthigen, übh. zwingen, Od. 9, 486. 542; Hesych. erkl. ἠνάγκασε u. ἐγγίσαι ἐπσίησε, indem er den Zusammenhang der Stellen vor Augen hat.

Greek (Liddell-Scott)

θεμόω: λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει νῆα... θέμωσε χέρσον ἱκέσθαι Ὀδ. Ι. 486, 542˙ τινὲς τῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν τὸ θέμωσε διὰ τοῦ ἠνάγκασε, ἐβιάσατο, ἠνάγκασεν, ἐβίασε τὸ πλοῖον νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ξηράν˙ ἕτεροι ἁπλῶς, «ἐγγίσαι ἐποίησεν» εἰς τὴν ξηράν˙ ὁ Ἡσύχ. ἔχει: θεμὸς διάθεσις.