προκατακνίζω
English (LSJ)
A pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc.2.123 (Pass.), cf. Gal.19.456.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακνίζω: κατακνίζω προηγουμένως, Γαλην. ΙΙ, 279Β.
A pick, trim first, ἀλωπεκίας Dsc.2.123 (Pass.), cf. Gal.19.456.
προκατακνίζω: κατακνίζω προηγουμένως, Γαλην. ΙΙ, 279Β.