ον,
A contradicting, Hsch. s.v. ἀντίφωνα.
[Seite 827] mit entgegengesetzter Stimme, Hesych.
ἐναντιόφωνος: -ον, ὁ ἀντιφωνῶν, «ἀντίφωνα· ἐναντιόφωνα» Ἡσύχ.: ― ἐντεῦθεν ἐναντιο-φωνέω, -φωνία, λίαν μεταγεν.