διερείδω

Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1.    2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22.    II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150.    2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.

Greek (Liddell-Scott)

διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.