ἀνίσχυρος
English (LSJ)
ον,
A not strong, without strength, Str.2.1.36, v.l. in D.H.4.54, Sch.Theoc.14.15: Comp., ῥῖγος -ότερον Hp.Flat.8; invalid, of a document, ἄκυρος καὶ ἀ. PSI183.9 (V A.D.), Just.Nov.72.5.
German (Pape)
[Seite 239] nicht stark, kraftlos, Strab.; D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχῡρος: -ον, ὁ μὴ ἰσχυρός, ὁ ἄνευ ἰσχύος, Στράβ. 89, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 15. - Ἐπίρρ. -ρως, Βασιλικ. ἔκδ. Heimb. τόμ. Α΄, σ. 302, τόμ. Ε΄, σ. 245.