ὑπολαλέω
English (LSJ)
A whisper, τινί τι Apollod.Poliorc.137.4.
German (Pape)
[Seite 1222] heimlich schwatzen, flüstern, Hesych. erkl. ψιθυρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολᾰλέω: λαλῶ χαμηλοφώνως, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 553D. 2) ψιθυρίζω, τινί τι Ἀρχ. Μαθημ. 13, κλπ. ΙΙ. λέγω πλαγίως, «βούλεται δὲ μᾶλλον ὑπολαλεῖν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὐτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῦν καὶ ἢ αἰδεῖσθαι ἢ φοβεῖσθαι» Εὐστ. Πονημάτ. 48. 59.