ἀναγνωρίζω
English (LSJ)
A recognize, Pl.Plt.258a, Prm.127a, al.:—Med.,Apollod. 3.5.5: Pass., LXX Ge.45.1. 2 in a tragedy, recognize or come to the knowledge of a person or thing, so as to produce a dénouement, Arist.Po.1452a36, al. b reveal oneself, make oneself known, ib. 1452b5, al. c causal, cause to recognize, reveal oneself to, D.S.4.59. 3 recognize a rule in a new instance, Arist.APr.67a24.
German (Pape)
[Seite 184] wiedererkennen, Plat., z. B. Lach. 181 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγνωρίζω: ὡς καὶ παρ᾿ ἡμῖν, Πλάτ. Πολιτ. 258Α, Παρμ. 127Α, καὶ ἀλλ.: - Μέσ., Ἀπολλόδ. 3. 5, 5. 2) ἐν τῇ τραγωδίᾳ, ἀναγνωρίζω, λαμβάνω γνῶσιν προσώπου ἐν τοιαύτῃ περιπετείᾳ ὥστε ἐξ αὐτῆς νὰ πηγάζῃ ἡ λύσις τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 13 κἑξ. 17, 6: ‒ - ἐν 16 φαίνεται ὅτι ἔχει ἐνεργητικὴν σημασίαν, καθιστῶ τινα γνωστόν. ΙΙ. δι᾿ ἐπαγωγῆς, λαμβάνω γνῶσιν πράγματος τινος ὡς εἰ ἐγνώριζον αὐτὸ πρότερον, ὁ αὐτ. Ἀν. Πρ. 2. 21, 7· πρβλ. Πλάτ. Μένων 81C.