A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).