διαλιμπάνω

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.

German (Pape)

[Seite 587] = διαλείπω, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).