A = ἀντιβλέπω, c. acc., E.HF163.
[Seite 251] (s. δέρκομαι), gerad entgegensehen, Eur. Herc. Fur. 162.
ἀντιδέρκομαι: ἀποθ., ἀντιβλέπω, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 163· μετὰ δοτ., διάφορος γραφὴ ἐν Λουκ. Ἰκαρομ. 14.