ἀντιβλέπω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβλέπω Medium diacritics: ἀντιβλέπω Low diacritics: αντιβλέπω Capitals: ΑΝΤΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: antiblépō Transliteration B: antiblepō Transliteration C: antivlepo Beta Code: a)ntible/pw

English (LSJ)

fut. -βλέψομαι D.25.98:—look straight at, look in the face, c. dat. pers., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ' ἀντιβλέπειν δύναμαι X.HG5.4.27; τοῖς φίλοις Com.Adesp.22.41 D.; εἰς or πρὸς τὸν ἥλιον, X.Mem.4.7.7, Thphr. Sens.18: metaph., πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3: c. acc., ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Men.586: abs., part., ἀντιβλέπουσαι.. αἱ αἶγες facing one another, Arist.HA611a5.

Spanish (DGE)

1 mirar cara a cara c. dat. de pers. τῷ ἐμῷ πατρί X.HG 5.4.27, τοῖς φίλοις Men.Fab.Incert.7.129, c. dat. de cosa λόγχαις X.Smp.2.14, σιδήρῳ Luc.Anach.33
c. πρός y ac. de pers. πρὸς ἕκαστον τούτων D.25.98, c. πρός y ac. de cosa πρὸς τὴν τύχην Plu.2.476e
c. εἰς y ac. de cosa εἰς τὸν ἥλιον X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18
c. ac. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι ἀδικῶν Men.Fr.598
abs. οὐκέτι ἀντιβλεπούσας κατακεῖσθαι τὰς αἶγας que las cabras no se tumbasen unas frente a otras Arist.HA 611a4, cf. Pherecr.203B.
2 fig. enfrentarse a, afrontar c. dat. παθήμασιν I.AI 6.10
c. πρός y ac. πρὸς ... τοὺς ἀγῶνας τούτους Chrys.M.52.563
desafiar, oponerse πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3, ἀναιδῶς αὐτῷ ἀντιβλέψας Origenes Io.2.14, cf. CPHerm.52.1.27 (III d.C.).
3 fig. ser objeto de comparación ὁ Ἰωβ ... πρὸς Παῦλον ἀντιβλέψαι δυνάμενος διὰ τὴν ὑπομονήν Chrys.M.63.844.

German (Pape)

[Seite 250] entgegen-, gerade ansehen, τινί Xen. Cyr. 3, 1, 23 Hell. 5, 4, 27; τινά Men. Stob. Floril. 70, 49; εἴς τι Xen. Mem. 4, 7, 7; πρός τι Plut. Pomp. 69; – med.ποίοις προσώποις πρὸς ἕκαστον ἀντιβλέψεσθε Dem. 25, 98, Bekk. ἀντιβλέψετε.

French (Bailly abrégé)

regarder en face, dat. ou εἰς, πρός et l'acc..
Étymologie: ἀντί, βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβλέπω:
1 смотреть прямо, глядеть в упор (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);
2 смотреть друг на друга Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβλέπω: μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 (μετὰ διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., διότι ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἄλλος ἁπλοῦς τύπος βλέψονται: - βλέπω κατ’ εὐθείαν πρός τινα, βλέπω κατὰ πρόσωπον, μετὰ δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν δύναμαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι πρός τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.

Greek Monolingual

ἀντιβλέπω)
βλέπω κατευθείαν, βλέπω κατάματα κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιβλέπω: μέλ. —βλέψω ή -ομαι, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά πρόσωπο, με δοτ. προσ., σε Ξεν.

Middle Liddell

to look straight at, look in the face, c. dat. pers., Xen.