ὁ,
A attraction; esp. of idle fancy, διάκενος ἑ. Chrysipp.Stoic.2.22, cf.Ph.1.151 (pl.). II dragging, in pl.,Anon.Fig.p.156 S.
[Seite 799] ὁ, das Ziehen, = ἕλκυσις, Sp.
ἑλκυσμός: ὁ, = ἑλκηθμός, Φίλων 1. 151, Πλούτ. 2. 900Ε.