Adv.
A thoughtlessly, Harp., AB380.
[Seite 108] unüberlegt, Harpocr.
ἀλογιστί: ἐπίρρ. τοῦ ἀλόγιστος, πράττω τι ἄνευ λόγου, ἀπερισκέπτως, Ἁρπ., Α. Β. 380.