ἀντιπαταγέω
English (LSJ)
A rattle so as to drown another sound, ψόφῳ Th.3.22; τοῖς ὅπλοις Dam.Isid.63.
German (Pape)
[Seite 258] entgegen od. um die Wette lärmen, τινί Thuc. 3, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπᾰτᾰγέω: παταγῶ, κροτῶ οὕτως ὥστε νὰ καταπνίγω ἕτερον ἦχον, παταγῶ οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἀκούηται ἄλλος ψόφος, ψόφῳ δὲ... ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22.