καταχαλκεύω
English (LSJ)
A work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.
Greek (Liddell-Scott)
καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.