ἀφώνητος

Revision as of 09:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A unspeakable, unutterable, ἄχος Pi. P.4.237.    II voiceless, speechless, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀ. S.OC 1283.

German (Pape)

[Seite 416] unaussprechlich (od. stumm?), ἄχος Pind. P. 4, 237; τὰ ἀφ. Soph. O. C. 1285, sprachlos, stumm, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφώνητος: -ον, ἀνεκφώνητος, ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· δεσμός, πόνος ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.