ον,
A inaccessible, κρημνοί D.S.17.67.
[Seite 280] unzugänglich, Sp.
ἀπαρόδευτος: -ον, ὁ ἄνευ παρόδου, ἄβατος, κρημνοὶ Διόδ. 17. 67.