ἄβατος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ἄβατον, also η, ον Pi.N.3.21:—
A untrodden, ἐρημία A.Pr. 2 codd.; impassable, of mountains, Hdt.4.25, 7.176, S.OT719, etc.: ἀβάτου τῆς Ἑλλάδος οὔσης διὰ τὸν πόλεμον Isoc.3.33; of a river, not fordable, X.An.5.6.9; ἅλς Pi. l.c.; ὕλη Str.5.4.5; εἶναι εἰς ἄβατον = to be made desolate, LXX Je.29.17, al.: metaph., inaccessible, τὸ πόρσω σοφοῖς ἄ. κἀσόφοις Pi.O.3.44; οἰκίαι ἄ. τοῖς ἔχουσι μηδὲ ἕν Aristopho 3; ἀ. ποιεῖν τὰς τραπέζας Anaxipp.3; [τὸ ἀγαθὸν] ἐν ἀβάτοις ὑπεριδρυμένον Procl. in Alc.p.319C.
2 of holy places, not to be trodden, S.OC167,675; ἕρπει πλοῦτος . . ἐς τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα Id.Fr.88.7, cf. Porph.Abst. 4.11; ἄβατον ἱερόν Pl.La.183b; ἀβατώτατος ὁ τόπος (sc. οἱ τάφοι) Arist. Pr.924a5: metaph., pure, chaste, ψυχή Pl.Phdr.245a.
b as substantive, ἄβατον, τό, sanctuary, adytum, Theopomp.Hist.313, IG4.952 (Epidaur.), etc.; = bidental, Διὸς καταιβάτου ἄ. ib.2.1659b.
3 metaph., φύσις ἄβατος καὶ ἀπρόσιτος οἴκτῳ γίνεται Ph.2.53.
4 of a horse, not ridden, Luc.Zeux.6; of female animals, Id.Lex.19.
5 ἄβατον, τό, a plant eaten pickled, Gal.6.623.
II Act., ἄβατος πόνος = a plague that hinders walking, i.e. gout, Luc.Ocyp.36; ὑποδήματα Phot., Suid. s.v. ἀναξυρίδας.
Spanish (DGE)
(ἄβᾰτος) -ον
• Morfología: [fem. -α Pi.N.3.21, -η Emp.Fr.Pap.a.2.13]
I 1inaccesible, a donde no se puede llegar (Ἡρακλέος σταλᾶν) τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἀ. κἀσόφοις Pi.O.3.44, ὄρεα Hdt.4.25, 7.198, ὄρος ... ἀ. ὑπὸ χειμῶνος Hdt.8.138, ὄρος S.OT 719, κορυφαί E.Io 86, λειμῶνες E.Fr.740, αἰθέρος εἰς ἄ. φῶς E.Ph.809, χώρα E.HF 851, τόπος Hero Dioptr.190.13
•fig. inaccesible, inalcanzable φύσις ... ἄ. ... οἴκτῳ γίνεται Ph.2.53, σοφία ... ἄ. βίου μερίμναις Synes.Hymn.9.39, cf. SEG 24.954 (Nicópolis, Mesia IV d.C.)
•subst. τὰ ἄβατα lugares inaccesibles (τὸ ἀγαθόν) ἐν ἀβάτοις ὑπεριδρυμένον Procl.in Alc.319.
2 del mar o ríos no vadeable, que no se puede cruzar, infranqueable ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν Pi.N.3.21, θάλαττα Heraclit.All.21, ὁ Παρθένιος (ποταμός) X.An.5.6.9, ποταμοῦ ... διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ῥεύματος ἀβάτου Plb.1.75.5, cf. 2.32.10, ὕδατα Nonn.D.43.214
•de obstáculos o maleza impenetrable ἄγρια ὕλη μεγαλόδενδρος καὶ ἄ. Str.5.4.5, ἀβάτοισι τὸ πρόσωπον εὖ σκώλοισι περιειργμένος con impenetrables pinchos en su rostro bien cercado Ar.Lys.809.
3 de regiones, caminos intransitable, impracticable, por donde no se puede andar χώρα E.Ph.809, πέδον E.Ba.10, εὐρυχωρία Aen.Tact.2.1, κέλευθος Nonn.D.45.178, Par.Eu.Io.13.37, ἀβάτου τῆς Ἑλλάδος οὔσης διὰ τὸν πόλεμον Isoc.3.33, ἄ. ἦν ἡ θρέψασα δι' ἀσέβειαν no podían pisar la patria por su impiedad Plb.13.6.4
•fig. λόγος ... ἀ. ὡς τῇ σφῷν ῥώμῃ Pl.Lg.892e.
4 de lugares sagrados y de acceso restringido que no se puede hollar, inviolable φυλλάδα ἄβατον θεοῦ S.OC 675, cf. 167, Fr.88.6, σηκός E.Ph.1752, ἱερόν Pl.La.183b, Porph.Abst.4.11, μηδὲ τῶν πάνυ ἀβάτων ἱερῶν φειδομένη D.C.51.5.5
•de tumbas, Arist.Pr.924a5
•de lugares donde ha caído un rayo αἱ τῶν ἑταιρῶν διοπετεῖς οἰκίαι· γεγόνασιν ἄβατοι τοῖς ἔχουσι μηδὲ ἕν (irón.) las casas de las heteras están asoladas por el rayo de Zeus: resultan inviolables para los que no tienen nada Aristopho 4, irón. ref. al n. de un glotón llamado Κεραυνός: ἀβάτους ποιεῖν γὰρ τὰς τραπέζας οἴομαι αὐτόν Anaxipp.3.5
•subst. τὸ ἄβατον = lugar sagrado, ID 65 (V/IV a.C.), θύρα τῷ ἀβάτῳ IG 11(2).147A.11 (IV/III a.C.), τὸ ἄβατον καθάρασθαι IG 11(2).159A.41 (III a.C.)
•lat. bidental, e.e., lugar hecho inviolable por haber caído un rayo Διὸς καταιβάτου ἄβατον IG 22.4964, 4965 (ambas IV a.C.)
•áditon, el sagrado del templo Theopomp.Hist.343, ἱκέτις ἀφίκετο καὶ ἐνεκάθευδε ἐν τῷ ἀβάτῳ IG 42.121.4, cf. 122.23 (ambas Epidauro IV a.C.), PLond.1975.3 (III a.C.).
5 íntimo, reservado, privado ἐν ἀβάτοις σηκοῖς τῆς διανοίας ἀνελίττω (lo) desarrollo (solamente) en los más íntimos reductos del pensamiento Procl.in Ti.3.14.14
•subst. τὸ ἄβατον = habitaciones privadas, retrete Epiph.Const.Haer.69.10.3.
II 1no hollado, intacto, virgen ψυχή Pl.Phdr.245a.
2 no montada, no cubierta por el macho ref. a potras ἀδμῆτες ἔτι καὶ ἄβατοι Luc.Zeux.6
•de una mujer casada intacta, sin trato carnal Luc.Lex.19.
3 por donde no anda nadie, abandonado, desierto ἄ. ἔσται ἀπὸ ἀνθρώπων LXX Ie.39.43, εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον ἐγενήθησαν LXX Ie.51.6, αἱ πόλεις ... εἰς ἄβατον ἔσονται LXX Ie.31.9.
III que impide andar ἄ. πόνος de la gota, Luc.Ocyp.36.
IV bot. subst. τὸ ἄβατον = cierta planta Gal.6.623.
• Etimología: Cf. βαίνω.
German (Pape)
[Seite 2] Pind. N. 3, 20 ἀβάτη ἅλς, nicht betreten, ἐρημία Aesch. Pr. 2; αἰθέρος φῶς. Phoen. 322; Παρνησιάδες κορυφαί Ion. 86; unwegsam, bes. von Gebirgen, Hat. 4, 25; 8, 133 ὑπὸ χειμῶνος; Xen. oft; von Flüssen: nicht zu passiren, An. 5, 6, 9; Plat. Lega X, 892 e; – unzugänglich, Pind. τὸ πόρσω σοφοῖς ἄβατον Ol. 3, 57; Ἑλλάδος ἀβάτου ἡμῖν οὔσης διὰ τὸν πόλεμον Isocr. 3, 33; – nicht zu betreten, von heiligen, geweihten Orten, Ha Ph. ἀβάτων ἀποβάς C.C. 164; φυλλὰς θεοῦ 681 ch.; Eur. πέδον Hacch. 10 u. sonst; Plat. ἱερόν Critia. 116 c Lach. 183 b; scherzhaft ἀβάτους ποιεῖν τὰς τραπέζας Anaxipn. Ath. X, 417 a. – Unberührt, rein, ψυχὴ ἀβ. καὶ ἁπαλή Phaedr, 245 a; καὶ ἁπαλή Plut. amat. 16. Bei Luc. Philops. ἔλαφος, nicht besprungen; γυνή Lexiph. 19.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
I. 1 inaccessible, infranchissable;
2 où l'on ne doit pas pénétrer, sacré, saint, inviolable;
3 qui n'a pas été monté (cheval);
4 qui n'a pas été saillie (femelle);
II. qui empêche de marcher.
Étymologie: ἀ, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἄβᾰτος: редко 3
1 непроходимый, недоступный (ἐρημία Aesch.; Παρνησιάδες κορυφαί Eur.; ὄρος Soph.; οὔρεα Her.; ποταμός Xen.; ὁδός Plut.);
2 запретный, заповедный, священный (φυλλὰς θεοῦ Soph.; πέδον Eur.; ἱερόν Plat., Plut.);
3 неприступный, целомудренный, непорочный, чистый (ψυχή Plat., Plut.; ἡ ἔλαφος, γυνή Luc.);
4 необъезженный (ἵππος Luc.);
5 мешающий ходить, сковывающий движения (πόνος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄβᾰτος: -ον, ὡσαύτως η, ον. Πινδ. Ν. 3. 36 = ἀπάτητος, ἀδιάβατος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, ἀπροσπέλαστος· περὶ ὀρέων Ἡροδ. 4, 25, 7. 176. Σοφ. Ο. Τ. 719. κτλ. περὶ ποταμοῦ = ἀδιάβατος Ξεν. Ἀν. 5. 6. 9, μεταφ. παρὰ τοῖς Κωμ. οἰκίαι ἄβ. τοῖς ἔχουσι μηδὲ ἓν = ἀπροσπέλαστοι τοῖς πτωχοῖς, Ἀριστοφῶν Κωμ. ἐν «Ἰατρῷ» 2. ἀβ. ποιεῖν τὰς τραπέζας Ἀνάξιππος ἐν «Κεραυνῷ» 5. 2) Περὶ ἱερῶν χώρων οὓς δὲν δύναταί τις νὰ πατήσῃ· ὅμοιον τῷ ἄθικτος Σοφ. Ο. Κ. 167, 675. ἕρπει πλοῦτος… ἐς τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα Σοφ. Ἀποσπ. 109. ἀβατώτατος ὁ τόπος [δηλ. οἱ τάφοι] Ἀριστ. Προβλ. 20. 12. μεταφ. = καθαρός, ἁγνός: ψυχὴ Πλατ. Φαίδρ. 245Α. β) ὡς οὐσ., ἄβατον, τό· = ἄδυτον, Θεοπομπ. Ἱστ. 272. 3) περὶ ἵππου, ὃν δὲν ἀνέβη τις. Λουκ. Ζεῦξ. 6. περὶ θηλέων ζῴων, = ἀβάτευτος, Λουκ. Φιλοψευδ. 7. πρβ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. ἐνεργ. ἄβ. πόνος = πόνος κωλύων τὸ περιπατεῖν· ὅ ἐ. ποδάγρα. Λουκ. Ὠκυπ. 36.
English (Slater)
ᾰβᾰτος unattainable τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις met. of the lands beyond the pillars of Hercules (O. 3.44) cf. οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.21)
Greek Monotonic
ἄβᾰτος: -ον, επίσης -η, -ον (βαίνω),
I. 1. απάτητος, αδιάβατος, απαραβίαστος, απροσπέλαστος, λέγεται για βουνά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για ποτάμια, αδιάβατος, μη προσπελάσιμος, σε Ξεν.
2. επίσης χρησιμοποιείται για ιερούς χώρους, άβατος, όπως το ἄθικτος, σε Σοφ.· μεταφ., αγνός, αμόλυντος· ψυχή, σε Πλάτ.
3. λέγεται για άλογα, αυτός που δεν έχει ιππευθεί, σε Λουκ.
II. Ενεργ., ἄβατος πόνος, πόνος που εμποδίζει το περπάτημα, δηλ. η ποδάγρα, σε Λουκ.
Middle Liddell
βαίνω
I. untrodden, impassable, inaccessible, of mountains, Hdt., Soph., etc.; of a river, not fordable, Xen.
2. of holy places, not to be trodden, like ἄθικτος, Soph.: metaph. pure, chaste, ψυχή Plat.
3. of horses, not ridden, Luc.
II. act., ἄβ. πόνος a plague that hinders walking, i.e. gout, Luc.
English (Woodhouse)
inaccessible, pathless, untrodden, not to be trodden
Mantoulidis Etymological
(=ἀπάτητος). Ἀπό τό α στερητ. + βαίνω, δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.
Translations
inaccessible
Azerbaijani: əlçatmaz; Bulgarian: недостъпен; Catalan: inaccessible; Chinese Mandarin: 不可及; Czech: nedostupný, nepřístupný; French: inaccessible; Galician: inaccesible, inaccesíbel; German: unzugänglich; Greek: δυσπρόσιτος, απρόσιτος; Ancient Greek: ἄβατος; Irish: doshroichte; Italian: inaccessibile; Latin: inaccessus; Manx: neuroshtynagh, neuventynagh, neuvashtynagh; Maori: kaiawe; Polish: niedostępny, nieosiągalny; Portuguese: inacessível; Romanian: inaccesibil, neaccesibil; Russian: недоступный; Sassarese: inaccessíbiri; Spanish: inaccesible; Swedish: otillgänglig, oåtkomlig; Turkish: erişilemez