ἀπρόσβατος
English (LSJ)
Dor. ἀποτίβατος, ον,
A inaccessible, πέτραι Arist.HA563a5, cf. Plu.Alex. 58, Luc.Prom.1; ἀποτίβ. νοῦσος unapproachable, S.Tr.1030 (lyr.), cf. Max.Tyr.18.1.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, Plut. Alex. 58; πέτρα Luc. Prom. 1. S. ἀποτίβ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσβᾰτος: -ον, Δωρ. ἀποτίβατος, ον, ἄβατος, ἀπροσπέλαστος, πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· ἀποτίβατος ἀγρία νοῦσος, ἀπροσπέλαστος, ἄμαχος, ἀκαταπολέμητος, Σοφ. Τρ. 1030.