ἀπρόσβατος

Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

Dor. ἀποτίβατος, ον,

   A inaccessible, πέτραι Arist.HA563a5, cf. Plu.Alex. 58, Luc.Prom.1; ἀποτίβ. νοῦσος unapproachable, S.Tr.1030 (lyr.), cf. Max.Tyr.18.1.

German (Pape)

[Seite 339] unzugänglich, Plut. Alex. 58; πέτρα Luc. Prom. 1. S. ἀποτίβ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσβᾰτος: -ον, Δωρ. ἀποτίβατος, ον, ἄβατος, ἀπροσπέλαστος, πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· ἀποτίβατος ἀγρία νοῦσος, ἀπροσπέλαστος, ἄμαχος, ἀκαταπολέμητος, Σοφ. Τρ. 1030.