ἀσυλλόγιστος

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A non-syllogistic, formally or materially invalid, χρῆσις Arist.APo.91b23, cf. Rh.1357b24, Phld. Rh.2.24S.; irrelevant, ἀ. πρὸς τὸ προκείμενον Anon.in SE16.33.    2 unattainable by reasoning, incalculable, Men.355.1, J.AJ4.7.1, al., Plu.2.24b,580d.    II Act., not reasoning justly, unreasoning, Arist. SE167b35, cf. Plb.12.3.2; ἀσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία Men.768: c.gen., not rationalizing, διάθεσις ἀ. τινῶν Chrysipp.Stoic.3.117; ἀ.τοῦ συμφέροντος not calculating it, J.AJ9.12.3; τοῦ χρησίμου Porph.Abst. 1.7. Adv.-τως, λέγειν Arist.APo.77b40; ἀ. ἔχειν τινός Plu. Caes.59.

German (Pape)

[Seite 379] durch Vernunftschlüsse nicht herauszubringen, unlogisch, Luc. conscr. hist. 17; συλλογισμοὶ ἀσ., Trugschlüsse, Sp.; wer etwas nicht berechnen kann, Pol. 12, 3; ἀ συλλογίστως ἔχειν περί τι, etwas nicht berechnen können, Plut. Caes. 59; ἅπτεσθαι τοῦ μέλλοντος Def. orac. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυλλόγιστος: -ον, μὴ ἐξαγόμενος δι’ ὀρθοῦ συλλογισμοῦ, μὴ λογικός, παράλογος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως αὐτόθι 1. 12, 7. 2) ὁ μὴ ὑπαγόμενος εἰς συλλογισμούς, ἀλόγιστος, ἀνυπολόγιστος, Μένανδ. ἐν «Ξενολόγῳ» 2, Πλούτ. 2. 24Β, 580C. ΙΙ. ὁ μὴ ὀρθῶς συμπεραίνων τι, παραλογιζόμενος, Ἀριστ. Φυσ. 1. 3, 1, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 50· ἀσυλλόγιστος τοῦ συμφέροντος, μὴ ὑπολογίζων αὐτό, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 9. 12, 3: - Ἐπίρρ. ἀσυλλογίστως Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 7· ἀσ. ἔχειν τινὸς Πλουτ. Καῖσ. 59.