ή, όν,
A endowed with speech, LXX Jb.38.14. II talked of, EM588.54.
[Seite 9] adj. verb. zu λαλέω, auch der sprechen kann, ζῷον, Eust.
λᾰλητός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χάρισμα ἢ τὴν δύναμιν, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΗ΄, 14). ΙΙ. περὶ οὗ γίνεται λόγος, Ἐτυμ. Μέγ. 588. 54