[ᾱ], ἡ,
A mischief, evil, Pl.Com.182, X.Mem.3.5.17 (v.l. ἀπειρία).
ἀτηρία: ἡ, βλάβη, κακόν, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 8, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀπομ. 3. 5, 17.