ἀτηρία

English (LSJ)

[ᾱ], ἡ, mischief, evil, Pl.Com.182, X.Mem.3.5.17 (v.l. ἀπειρία).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
daño, perjuicio, ἀτηρία καὶ κακία τῇ πόλει ἐμφύεται X.Mem.3.5.17, cf. Pl.Com.198, Phot.α 3089.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτηρία: ἡ, βλάβη, κακόν, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 8, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀπομ. 3. 5, 17.

Greek Monolingual

ἀτηρία, η (Α) ατηρός. βλάβη, κακό.