στρίξ

Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ, gen. στριγός (not found), acc.

   A στρίγγα Carm.Pop.26:—owl, Theognost.Can.41,132 (where also a form στλίξ is cited).

Greek (Liddell-Scott)

στρίξ: ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὀξείας αὐτοῦ κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 (ἔνθα μνημονεύεται καὶ τύπος στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.