στρίξ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ἡ, gen. στριγός (not found), acc. στρίγγα Carm.Pop.26:—owl, Theognost.Can.41,132 (where also a form στλίξ is cited).
Greek (Liddell-Scott)
στρίξ: ἡ, γεν. στριγός, νυκτερινόν τι πτηνὸν καλούμενον οὕτως ἐκ τῆς ὀξείας αὐτοῦ κραυγῆς, Λατ. strix, Ἀντών. Λιβερ. 21, Θεόγνωστ. ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 41, 132 (ἔνθα μνημονεύεται καὶ τύπος στλίξ). - Πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 8.
Greek Monolingual
η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα
αρχ.
1. άλλη ονομασία της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει
2. μυθ. δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το αίμα τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. ἴυγξ) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη ρίζα του τρίζω (πρβλ. λατ. strideo «τρίζω»). Αβέβαιη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το λατ. stringo «σφίγγω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. strix, strigis και striga. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strix < νεολατ. strix < στριξ].
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: owl (Carm. Pop., Theognost.); cf. στρίγλος ... οἱ δε νυκτοκόρακα H.
Other forms: Also στλίξ), acc. στρίγγα.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as γλαῦξ, σκώψ, λύγξ a.o. and identical with Lat. strix, -gis screech-owl (since Plaut.) except for the nasal, perhaps as loan. After usual supposition sound-imitating to τρίζω (s. v.) and strideō. Diff. Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (with Meister): to Lat. stringō as "the striking (slipping past)". -- The word looks like a Pre-Greek word (with prenasalization).
2. See also: in ξέστριξ (s.v.)?
Frisk Etymology German
στρίξ: 1.
{strí(g)ks}
Forms: (στλίξ), Akk. στρίγγα
Grammar: f.
Meaning: Eule (Carm.Pop., Theognost.); vgl. στρίγλος· ... οἱ δὲ νυκτοκόρακα H.
Etymology: Bildung wie γλαῦξ, σκώψ, λύγξ u.a. und mit lat. strix, -gis Ohreule (seit Plaut.) bis auf den Nasal identisch, viell. als Entlehnung. Nach gewöhnlicher Annahme lautmalend zu τρίζω (s. d.) und strĩdeō. Anders Thieme Die Heimat d. idg. Grundsprache 37 (mit Meister): zu lat. stringō als "die Streichende (Vorbeihuschende)".
Page 2,810
-στριξ
2.
{-striks}
See also: in ξέστριξ (s.d.)?
Page 2,810