μέθη

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (for μεθύω: μέθη, cf. πληθύω: πλήθᾱ)

   A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20; ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT779; μέθῃ βρεχθείς E.El.326; ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2; ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R.396d; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib.488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.    II drunkenness, μ. αἰώνιος Pl.R.363d; πίνειν εἰς μέθην Id.Lg.775b; μέθῃ χρῆσθαι ib.674a; διὰ μέθης ποιήσασθαι . . τὴν συνουσίαν Id.Smp.176e; κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg.637b; τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg.682e; ἐν μέθαις Id.Phdr.256c, cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.    2 metaph., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg.639b, cf. Metrod.Herc.831.18; μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16, cf.2.320.    III Μέθη personified, in Art, Paus.2.27.3.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέθης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέθην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν θεσμοθέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέθης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.

Greek (Liddell-Scott)

μέθη: ἡ, (ἴδε μέθυ) πολλή, ὑπερβολικὴ πόσις οἴνου, πολυποσία, καλῶς ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ αὐτόθι 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ αὐτόθι 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ μετὰ μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· τρεῖς εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια μετὰ πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· ὡσαύτως, ἐνθουσιασμός, Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.