τυμβογέρων
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.