προκαθίστημι
English (LSJ)
A appoint beforehand, ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων . . προκαταστήσας D.C.58.9. 2 Med., φύλακας προκαθιστάμενοι causing them to be posted in front, X.Hier.6.9. 3 Med., prepare or arrange before, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον D.H.Rh.5.2: abs., establish before, προκαταστήσασθαι ὅτι . . S.E.M.8.379, cf. Anon. Lond.38.55, Theo Sm.p.120 H. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., intr., to be set before, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας no guard having been set, Th.2.2, cf. J. AJ15.8.4. 2 to be established before, S.E.M.11.41.
German (Pape)
[Seite 727] (s. ἵστημι), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεθα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθίστημι: καθίστημι, τοποθετῶ τι ἐμπρός· οὕτως ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες ἔμπροσθεν, Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) παρασκευάζω ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., ὁρίζω πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41.