μυόχοδος
English (LSJ)
γέρων, old
A mouse-dung, an abusive name in Men.430; cf. μυόχοδον· οὐδενὸς ἄξιον, Phot.
German (Pape)
[Seite 218] γέρων, ὁ, der alte Mäusekötel, ein Schimpfwort bei Menand., s. Phot. 282, 11; Hesych. erkl. ὁ μηδενὸς ἄξιος.
Greek (Liddell-Scott)
μυόχοδος: γέρων, ὑβριστικὴ λέξις ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.