χήλαργος
Greek (Liddell-Scott)
χήλαργος: Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ ταχύπους, χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος.
χήλαργος: Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ ταχύπους, χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος.