χήλαργος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Greek (Liddell-Scott)
χήλαργος: Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ ταχύπους, χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος.
Middle Liddell
χήλ-αργος, δοριξ χᾱλ-αργος, ον, χηλή
with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, Soph.