γέννησις
English (LSJ)
Dor. γένν-ᾱσις, εως, ἡ,
A engendering, producing, E.IA1065 (lyr., codd.); γ. καὶ τόκος Pl.Smp.206e; birth, IG22.1368.130, v.l. in Ev.Luc.1.14. 2 production, ἀγαθῶν Arist.Pol.1332a18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, das Erzeugen, Hervorbringen, Eur. I. A. 1065; Plat. Conv. 206 e u. öfter, neben κύησις.
Greek (Liddell-Scott)
γέννησις: Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ τόκος Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) παραγωγή, ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7.