μισθαρνέω

Revision as of 09:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

pf.

   A μεμισθάρνηκα Aeschin.1.154:—work or serve for hire, ὅσοι μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε S.Ant.302, cf. Hp.Ep.11, Pl.R. 346b, D.18.49; τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Arist.Pol.1296b29; οἱ μισθαρνοῦντες τῶν ῥητόρων Phld.Rh.2.56 S.; ὁ -αρνῶν ὄχλος Plu.Cat. Mi.44; μ. παρά τινος receive pay from... D.18.236; esp. of prostitution, τῷ σώματι μ. quaestum corpore facere, Id.59.20, cf. Aeschin. l. c., PMagd.14.3 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 190] um Lohn dienen, arbeiten, ὅσοι δὲ μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε, Soph. Ant. 302; Plat. Rep. I, 346 b VI, 493 a; Din. 1, 151 Aesch. 3, 220; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνέω: ἐργάζομαι ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. παρά τινος, λαμβάνω μισθὸν παρά..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν ἀνύτω τι, πράττω τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.