καλύπτρα

Revision as of 09:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται, Deckel, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύπτρα: Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ κάλυμμα, κάλυμμα γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· καλύπτρα νύμφης (πρβλ. ἀνακαλυπτήρια) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν κάλυμμα τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. ζώνη Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ σκέπασμα φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64.