[ρᾰ], ον,
A plucked from the fig-tree, AP6.300 (Leon.).
ἀποκράδιος: -ον, ὁ ἀρτίως ἀποκοπεὶς ἀπὸ τῆς συκῆς, τοῦτο χλωρὸν σῦκον ἀποκράδιον Ἀνθ. Π. 6. 300.