παραστοχάζομαι
English (LSJ)
A aim at, τῆς συντομίας S.E.P.3.222 codd., cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.25 : abs., estimate, Sor.1.20.
German (Pape)
[Seite 500] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
παραστοχάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, ἀποβλέπω εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. ἀποτυγχάνω, τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.