ἐγκαταζεύγνυμι

Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.

German (Pape)

[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.