ἐγκαταζεύγνυμι
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.
Spanish (DGE)
uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
•someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.
German (Pape)
[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταζεύγνῡμι: досл. впрягать, перен. сочетать, соединять (νέας βουλάς νέοισι τρόποις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.
Greek Monolingual
ἐγκαταζεύγνυμι (Α)
συνδέω, συναρμόζω στερεά.
Greek Monotonic
ἐγκαταζεύγνυμι: μέλ. -ζεύξω, συναρμόζω, τί τινι, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. -ζεύξω
to adapt to, τί τινι Soph.