ὁ, (βοῦς)
A wild bull, Philostr. VA6.24.
[Seite 450] ὁ, der wilde Ochse, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
βόαγρος: ὁ (βοῦς) βοῦς ἄγριος, ἄγριος ταῦρος, Φιλόστρ. 265.