εὔτεκνος
English (LSJ)
ον,
A blest with children, Sup. -ωτάτη E.Hec.581, etc.; of Priam, ib.620 (Sup.); εὔ. βοῦς (i.e. 10) A.Supp.275; πατρίς E. HF1405; εὔ. χρησμοί oracles that give promise offair children, Id.Ion 423; εὔ. ξυνωρίς a pair of fair children, Id.Ph.1618: Comp. -ότερος D.S.4.74: Sup. -ώτατος ll.cc. II of animals, kind to their young, Arist.HA563b6, 614b33.
German (Pape)
[Seite 1102] glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern, Eur. Suppl. 979 u. öfter; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus, Hec. 581. 620 (aber εὐτεκνότερος D. Sic. 1, 741; auch ἡ πατρίς, Herc. Für. 1405, wie δόμος Callim. ep. 21; χρησμοί, Kinder verheißend, Eur. Ion 423. – Auch σπέρματ' εὐτέκνου βοός, Aesch. Suppl. 272; Arist. oft von Thieren, fruchtbar; γυνή, geeignet, Kinder zu zeugen, Xen. Lac. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτεκνος: -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, αὐτόθι 620· εὔτ. βοῦς (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. χρησμός, χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται ὑπόσχεσις καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος (μετὰ διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, φιλόστοργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. εὔπαις.