= foreg., Hsch., v.l. in Q.S.14.283.
σπαργέω: σπαργάω, «πλημμυρῶ, ἀποστάζω» Ἡσύχ., διάφ. γραφ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 283.