[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).
[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.