ὀρθρίδιος
From LSJ
English (LSJ)
[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρίδιος: (ρῐ) Anth. = ὄρθριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.
Greek Monolingual
ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφνίδιος, παυρίδιος)].
Greek Monotonic
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί ὄρθριος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀρθρῐ́διος, η, ον [poetic for ὄρθριος, Anth.]