A lap up like a dog, swallow greedily, Ar.Nu.811.
[Seite 310] ablecken, abschlürfen; übertr. = ἀπολαύω, τινός Ar. Nubb. 801.
ἀπολάπτω: μέλλ. -ψω, λάπτω, πίνω διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ κύων, καταπίνω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. ἀπολαύω Ι.3.