ἀπρόσκοπτος

Revision as of 09:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A without offence, IG14.404. Adv. -τως without stumbling, τρέχειν Eust.925.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκοπτος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἀνδρόβιος Λύκιος ναύκληρος ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15.