ἀπρόσκοπτος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἀπρόσκοπτον, without offence, IG14.404. Adv. ἀπροσκόπτως = without stumbling, τρέχειν Eust.925.28.
Spanish (DGE)
-ον
I 1libre de daño, sano y salvo ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λςʹ IG 14.404, φυλάξω αὐτοὺς ἀπροσκόπτους Apoc.Paul.8 (p.38), ζωή Rom.Mel.54.κεʹ.8.
2 fig. que no ofende πῶς σὺ πρὸς τὸν ... Δεσπότην ἔσῃ καταπειθὴς καὶ ἀ.; Gr.Nyss.M.44.1189D.
II adv. ἀπροσκόπτως = sin daño, bien ὅποι πορεύονται, ἀ. καὶ ἀσφαλῶς μάλα φέρονται Rh.1.604, περιπατεῖν Marc.Er.Opusc.M.65.1048C, εἰπεῖν Eust.799.57, τρέχειν Eust.925.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκοπτος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἀνδρόβιος Λύκιος ναύκληρος ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15.